ἀκρωτηριασμός

From LSJ
Revision as of 21:15, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρωτηριασμός Medium diacritics: ἀκρωτηριασμός Low diacritics: ακρωτηριασμός Capitals: ΑΚΡΩΤΗΡΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: akrōtēriasmós Transliteration B: akrōtēriasmos Transliteration C: akrotiriasmos Beta Code: a)krwthriasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A amputation, Dsc.Ther.Praef., Heliod. ap. Orib.47.14tit., Philum.Ven.7.7, Leonid. ap.Aët. 16.49.

German (Pape)

[Seite 86] ὁ, Verstümmelung, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρωτηριασμός: ὁ, = πήρωσις, κολόβωσις, Διοσκ. 7.1, Πολυδ. κτλ.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 amputación Heliod. en Orib.47.14 tít., Philum.Ven.7.5, de una estatua, Poll.1.12.
2 fig. mengua del poder del hombre sobre algunos anim., Chrys.M.48.568.

Greek Monolingual

ο (Α ἀκρωτηριασμός) ἀκρωτηριάζω
1. (για πράγματα) αποκοπή τών άκρων
2. (για ανθρώπους) αποκοπή τών άκρων μελών του σώματος
3. (για πράγματα) υπερβολική και επιζήμια περικοπή, κουτσούρεμα, παραμόρφωση.