ἀνόδευτος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον, A impassable, Aq.Je.18.15; πεζῇ φήσαντος ἀνόδευτα εἶναι στρατοπέδοις Str.16.4.23, cf. App.BC4.106. II trackless, χεῦμα Hedyl. ap. Str.14.6.3; ἐρημίαι Lyd.Mag.1.50.
German (Pape)
[Seite 239] unwegsam, χεῦμα, vom Meere, Hedyl. bei Strab. 14, 5, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνόδευτος: -ον, ἀδιάβατος, ἀνόδευτον χεῦμα Ἡδύλος παρὰ Στράβ. 683.
Spanish (DGE)
-ον
1 intransitable ὁδός Aq.Ie.18.15 (Auct.), de lugares πεζῇ ... ἀνόδευτα ... στρατοπέδοις Str.16.4.23, cf. App.BC 4.106.
2 que carece de caminos χεῦμα Hedyl. en Str.14.6.3, ἐρημίαι Lyd.Mag.1.50.
Greek Monolingual
ἀνόδευτος, -ον (Α) οδεύω
αδιάβατος, άβατος, αυτός από τον οποίο δεν μπορεί κανείς να διαβεί, να περάσει.