ἀρκεόντως

From LSJ
Revision as of 00:20, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Θεὸς δὲ τοῖς ἀργοῖσιν οὐ παρίσταται → Longe est auxilium numinis ab inertibus → Umsonst erhofft der Träge Beistand sich von Gott

Menander, Monostichoi, 242
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρκεόντως Medium diacritics: ἀρκεόντως Low diacritics: αρκεόντως Capitals: ΑΡΚΕΟΝΤΩΣ
Transliteration A: arkeóntōs Transliteration B: arkeontōs Transliteration C: arkeontos Beta Code: a)rkeo/ntws

English (LSJ)

Att. contr. ἀρκούντως, (ἀρκέω)

   A enough, abundantly, ἀ. ἔχει A.Ch.892, Th.1.22, Hp.Mul.2.162; ἀ. λέγεται Arist.EN1102a27; τοῦ βίον ἀ. ἔχειν Ps.-Hdt.Vit.Hom.7; ἀ. ποδώκης swift enough, X.Eq.3.12.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρκεόντως: Ἀττ. συνῃρ. ἀρκούντως, ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ ἀρκέω, ἀρκετά, ἀφθόνως, ἀρκούντως ἔχει, ἀρκεῖ, φθάνει, Αἰσχύλ. Χο. 892, Θουκ. 1. 22, Ἱππ. 660, κτλ.· ἀρκ. λέγεται Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 9· ἀρκεόντως ἔχειν τοῦ βίου Βί. Ὁμ.· ἀρκ. ποδώκης, ἀρκετὰ ταχύπλους, Ξεν. Ἱππ. 3. 12.

French (Bailly abrégé)

c. ἀρκούντως.

Greek Monolingual


βλ. αρκούντως.

Greek Monotonic

ἀρκεόντως: Αττ. συνηρ. ἀρκούντως, επιρρ. μτχ. ενεστ. του ἀρκέω, αρκετά, άφθονα· ἀρκούντως ἔχει, αρκεί, φτάνει, σε Αισχύλ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρκεόντως: Plut. = ἀρκούντως.

Middle Liddell

ἀρκέω
enough, abundantly, ἀρκούντως ἔχει 'tis enough, Aesch., Thuc.