ἐπιγλυκαίνω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
A sweeten, Dion. Byz.2, Gal.14.277, Philum. ap. Orib. 45.29.8. II. intr., to be sweetish, Thphr.CP6.15.4.
German (Pape)
[Seite 932] noch dazu, noch mehr versüßen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιγλῠκαίνω: καθιστῶ τι ὁπωσοῦν γλυκύ, ἵνα ἐπιγλυκάνω καὶ κατακεράσω τὴν χολὴν Γαλην. τ. 14, σ. 277, 12. ΙΙ. ἀμεταβ., ὀσμὴν οἷον ἐπιγλυκαίνουσαν, ἔχουσαν γλυκύτητά τινα, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 15, 4.
Greek Monolingual
ἐπιγλυκαίνω (Α)
1. κάνω κάτι γλυκύτερο
2. είμαι υπόγλυκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γλυκαίνω ή < επίγλυκυς].