ἔνδεσμα

From LSJ
Revision as of 22:40, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνδεσμα Medium diacritics: ἔνδεσμα Low diacritics: ένδεσμα Capitals: ΕΝΔΕΣΜΑ
Transliteration A: éndesma Transliteration B: endesma Transliteration C: endesma Beta Code: e)/ndesma

English (LSJ)

ατος, τό,    A amulet, Dsc.2.114.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνδεσμα: τό περίαμμα, περίαπτον, «καὶ ἐνδέσματι δὲ τινες χρῶνται ταῖς ῥίζαις πρὸς χοιράδας, περιάπτοντες τῷ τραχήλῳ» Διοσκ. 2. 140 περὶ τὸ τέλος· - πρβλ. ἔνδεμα.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
atado, atadijo ἐνδέσματι ... χρῶνται ταῖς ῥίζαις πρὸς χοιράδας Dsc.2.114.3, cf. 126.4.

Greek Monolingual

το (Α ἔνδεσμα)
νεοελλ.
δέσμη, ορμαθός
αρχ.
περίαπτον, φυλαχτό.