ἴσχνανσις
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
εως, ἡ, A emaciation, Paul.Aeg.3.69, Aët.16.80(75), Mich.in PN46.6.
German (Pape)
[Seite 1272] ἡ, das Trocknen, die Abmagerung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἴσχνανσις: -εως, ἡ τὸ ἰσχναίνειν, λεπτύνειν, λέπτυνσις, Εύστ. Πονημάτ. 129. 23.