ὑπόλευκος
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
ον, A whitish, Hp.Epid.3.14, Arist.HA526a11, Sor.2.85, etc.
German (Pape)
[Seite 1223] unten weiß, weißlich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόλευκος: -ον, ὀλίγον τι λευκός, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄, 1090, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 11, κλπ.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπόλευκος, -ον, ΝΑ λευκός
ο σχεδόν λευκός, ασπρειδερός.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόλευκος: беловатый, белесоватый (χρῶμα Arst.).