Κενταυρικός
From LSJ
διφθέραι σταδιαῖαι τοῖς μεγέθεσιν → hides a stade in size, hides fastened together so as to cover a place an entire stadium in extent
English (LSJ)
ή, όν,
A like a Centaur, i.e. savage, brutal. Adv. -κῶς Ar.Ra.38.
Greek (Liddell-Scott)
Κενταυρικός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς Κένταυρον, δηλ. ἄγριος, θηριώδης, κτηνώδης·- Ἐπίρρ., -κῶς, τίς τὴν θήραν ἐπάταξεν; ὡς κενταυρικῶς ἐνήλατο! (= ἀγροίκως» Φώτ.) Ἀριστοφ. Βάτρ. 38.
Greek Monotonic
Κενταυρικός: -ή, -όν, όπως ένας Κένταυρος, δηλ. τραχύς, βίαιος, κτηνώδης, ζωώδης· επίρρ. -κῶς, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
Κενταυρικός: состоящий из кентавров (θίασος Plat.).
Middle Liddell
Κενταυρικός, ή, όν
like a Centaur, i. e. savage, brutal: adv. -κῶς, Ar.