δειραῖος
English (LSJ)
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
δειραῖος: -α, -ον, ὀρεινός, βουνώδης, ἀπόκρημνος, Λυκόφρ. 994.
Spanish (DGE)
Greek Monolingual
δειραῑος, -α, -ον (Α) δειράς
απόκρημνος, βραχώδης.
δειραῖος: -α, -ον, ὀρεινός, βουνώδης, ἀπόκρημνος, Λυκόφρ. 994.
δειραῑος, -α, -ον (Α) δειράς
απόκρημνος, βραχώδης.