εὔχυλος

From LSJ
Revision as of 21:05, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔχῡλος Medium diacritics: εὔχυλος Low diacritics: εύχυλος Capitals: ΕΥΧΥΛΟΣ
Transliteration A: eúchylos Transliteration B: euchylos Transliteration C: eychylos Beta Code: eu)/xulos

English (LSJ)

ον,    A juicy, succulent, Thphr.CP6.11.15 (Comp.), Archig ap.Gal.12.460, etc.; of meat, Alex.189, Diph.Siph. ap. Ath.2.62c, Hices.ib.7.282d: metaph., Phld.Po.1676 Fr.11. Adv. -λως Hp.Mul.1.17.

German (Pape)

[Seite 1110] mit guten Säften, saftreich, Theophr., von Pflanzen; wohlschmeckend, bei Ath. VII, 282 d u. öfter. – Adv. εὐχύλως, saftreich, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

εὔχῡλος: -ον, ἔχων καλὸν χυλόν, πλήρης χυλοῦ, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 15· Ἱκέσιος, αὐτόθι 282D. - Ἐπίρρ. -λως, Ἱππ. 589. 28.

Greek Monolingual

εὔχυλος, -ον (Α)
αυτός που παρέχει καλό, νόστιμο χυλό, εύγευστος, νόστιμος.
επίρρ...
εὐχύλως (Α)
με άφθονο χυλό, με άφθονο χυμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χυλός «χυμός-γεύση»].