καταδατέομαι

From LSJ
Revision as of 16:25, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταδᾰτέομαι Medium diacritics: καταδατέομαι Low diacritics: καταδατέομαι Capitals: ΚΑΤΑΔΑΤΕΟΜΑΙ
Transliteration A: katadatéomai Transliteration B: katadateomai Transliteration C: katadateomai Beta Code: katadate/omai

English (LSJ)

fut. -δάσομαι (v. infr.):—Med.,

   A divide among themselves, tear and devour, κύνες κατὰ πάντα δάσονται Il.22.354:— Pass., ὑπ' ἰχθύων καταδασθῆναι (nisi leg. κατεδεσθῆναι) Luc.Demon. 35; καταδέδασται· καταβέβρωται, καταμεμέρισται, Hsch.    II τὰν γᾶν κατεδασσάμεθα divided, allotted it, Tab.Heracl.2.28.

Greek (Liddell-Scott)

καταδατέομαι: μέλλ. -δάσομαι, Μέσ.:- μοιράζομαί τι μετ’ ἄλλων, κατασπαράττω, καταβιβρώσκω, ἀλλὰ κύνες τε καὶ οἰωνοὶ κατὰ πάντα δάσονται Ἰλ. Χ. 354. - Παθ., ὑπ’ ἰχθύων καταδασθῆναι (Κόβητος κατεδεσθῆναι) Λουκ. Δημώνακτος βίος 35. - Καθ’ Ἡσύχ.: «καταδέδασται· καταβέβρωται. καταμεμέρισται». ΙΙ. τὰν γᾶν κατεδασσάμεθα, ἐκ νέου κατεμερίσαμεν, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5775. 28· πρβλ. προσδατέομαι.

Greek Monotonic

καταδατέομαι: μέλ. -δάσομαι [ᾰ], Μέσ., μοιράζομαι κάτι μαζί με άλλους, σχίζω και καταβροχθίζω, σε Ομήρ. Ιλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-δατέομαι verscheuren, verslinden.

Middle Liddell

fut. -δάσομαι
Mid. to divide among themselves, tear and devour, Il.