κατευωχέομαι

From LSJ
Revision as of 17:45, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört

Menander, Monostichoi, 221
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατευωχέομαι Medium diacritics: κατευωχέομαι Low diacritics: κατευωχέομαι Capitals: ΚΑΤΕΥΩΧΕΟΜΑΙ
Transliteration A: kateuōchéomai Transliteration B: kateuōcheomai Transliteration C: katevocheomai Beta Code: kateuwxe/omai

English (LSJ)

   A feast and make merry on, ἑψήσαντες τὰ κρέα κατευωχέονται Hdt. 1.216, cf. 3.99, Str.3.3.7; βοῦν Plu.2.363c.    2 later in Act., feast, entertain, τινα J.AJ11.6.1:—Pass., ib.6.1.3, al.

Greek (Liddell-Scott)

κατευωχέομαι: ἀποθ., εὐωχοῦμαι, εὐθυμῶ, ἑψήσαντες τὰ κρέα κατευωχέονται Ἡρόδ. 1. 216, πρβλ. 3. 99, Στράβ. 155. 2) παρὰ μεταγ. ἐν τῷ ἐνεργ., παρέχω εὐωχίαν, φιλεύω, τινα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 6, 1, Κλήμ. Ἀλ. 172.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
se régaler.
Étymologie: κατά, εὐωχέω.

Greek Monotonic

κατευωχέομαι: αποθ., ευωχούμαι, γλεντοκοπώ και χαίρομαι, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

κατευωχέομαι: угощаться, устраивать пир, пировать (ἑψήσαντες τὰ κρέα κατευωχέονται, sc. οἱ Σκύθαι Her.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-ευωχέομαι een feestmaal houden.

Middle Liddell


Dep. to feast and make merry, Hdt.