ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
Full diacritics: πετευριστήρ | Medium diacritics: πετευριστήρ | Low diacritics: πετευριστήρ | Capitals: ΠΕΤΕΥΡΙΣΤΗΡ |
Transliteration A: peteuristḗr | Transliteration B: peteuristēr | Transliteration C: petevristir | Beta Code: peteuristh/r |
ῆρος, ὁ, A tumbler, acrobat, Man.4.278.
και πεταυριστήρ, -ῆρος, ὁ Α
1. ακροβάτης
2. μτφ. ο ψύλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πετευρίζομαι «αναπηδώ, χορεύω πάνω σε σανίδα» + επίθημα -τήρ (πρβλ. κυβιστη-τήρ)].