σακκοπήρα

From LSJ
Revision as of 21:00, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σακκοπήρα Medium diacritics: σακκοπήρα Low diacritics: σακκοπήρα Capitals: ΣΑΚΚΟΠΗΡΑ
Transliteration A: sakkopḗra Transliteration B: sakkopēra Transliteration C: sakkopira Beta Code: sakkoph/ra

English (LSJ)

ἡ,

   A knapsack, wallet, rejected by Poll.10.161, who cites it from Apollod.Car.1: found in PEnteux.32.7 (iii B.C.), PLond.2.402v.16 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 858] ἡ, Sacktasche, Schnappsack, Mantelsack, Poll. 10, 161 aus Apollod. Caryst.

Greek (Liddell-Scott)

σακκοπήρα: ἡ, πήρα ἐκ σάκκου, σακκίον ὁδοιπορικόν, «ταγάρι», ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τοῦ Πολυδ. Ι΄ 161, μνημονεύοντος τὴν λέξιν ἐκ τοῦ Ἀπολλοδ. Κωμ. («Ἀμφ.» 1).

Greek Monolingual

η / σακκοπήρα, ΝΜΑ
οδοιπορικός σάκος από τρίχινο ύφασμα, ταγάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + πήρα «οδοιπορικός σάκος, ταγάρι»].