φιλαλήθεια

Revision as of 09:38, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A sincerity, ingenuousness, τρόπου Them.Or.15.198b.

German (Pape)

[Seite 1274] ἡ, Wahrheitsliebe (?).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ φιλαλήθης
η αγάπη για την αλήθεια, ειλικρίνεια
νεοελλ.
(φιλοσ.) α) (κατά τη μεταφυσ.-θεολ. αντίληψη) δεδομένη και απόλυτη ιδιότητα του υπέρτατου όντος, η οποία ταυτίζεται με την έννοια της αλήθειας, έξω από κάθε τοπικό ή χρονικό προσδιορισμό
β) (κατά την ανθρωπολ. προσέγγιση) η τάση για αναζήτηση της αλήθειας ή το χαρακτηριστικό του ανθρώπου που λέγει την αλήθεια, έννοια που δηλώνει συνήθως την καλή πίστη ή πρόθεση εκείνου που μιλάει, χωρίς να ταυτίζεται με την αλήθεια ή να συνεπάγεται την εγγύησή της.