ἀμφιλάφεια
From LSJ
Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft
English (LSJ)
or ἀμφι-ία, ἡ, A wealth, abundance, Cic.QF2.14.3, Gp.2.8.1, Hsch.,AB389.
German (Pape)
[Seite 140] ἡ, Umfang, Größe, Reichthum, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιλάφεια: ἡ, -ία, ἡ, πλησμονή, ἀφθονία, πλοῦτος Κικ. Ἐπιστ. πρὸς τὸν ἀδελφ. αὑτοῦ Κόϊντ. 2. 6, 3, Ἡσύχ., Α. Β. 389.
Spanish (DGE)
-ας
• Alolema(s): -ία Cic.QF 2.5.1, 15.3
• Prosodia: [-ᾰ-]
abundancia, prosperidad Cic.ll.cc., Hsch., Gp.2.8.1, AB 389.
Greek Monolingual
ἀμφιλάφεια και -ία, η (Α) ἀμφιλαφής
αφθονία, δαψίλεια.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιλάφεια: ἡ широта, богатство, изобилие Cic.