ἐκδερματίζω
From LSJ
English (LSJ)
A flay, skin, Hsch. s.v. ἔδειραν, Suid. s.v. ἀσκὸν δέρειν.
German (Pape)
[Seite 756] aushäuten, schinden, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδερματίζω: ἀφαιρῶ τὸ δέρμα, ἐκδέρω, «γδέρνω», Σουΐδ.· ἐκδερματόω Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 758.
Spanish (DGE)
desollar Hsch.s.u. ἔδειραν, Sud.s.uu. ἀσκὸν δέρειν, περισκυτίζοντος, Sch.Ar.Nu.442b.
Greek Monolingual
(AM ἐκδερματίζω, Α και ἐκδερματῶ, -όω)
αφαιρώ το δέρμα, γδέρνω.