ἰκμαδώδης
From LSJ
ὁ ἄνθρωπος φύσει πολιτικὸν ζῷον → man is by nature a political animal
English (LSJ)
ες, A moist, wet, Hsch.s.v. ἴκμενος, dub. in Sch.Arat. 1065: ἰκματώδης in Ach.Tat.Intr.34.
German (Pape)
[Seite 1248] ες, feucht, Schol. Od. 11, 7 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰκμᾰδώδης: -ες, (εἶδος) ὑγρὸς, πλήρης ἰκμάδος, Σχολ. εἰς Ὀδ. Α. 7, καὶ ἰκμώδης, ες, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Προμ. 88.