συνεμφύω
From LSJ
ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey
English (LSJ)
in Pass., A grow together, unite, Gal.2.376, 18(2).977.
Greek (Liddell-Scott)
συνεμφύω: ἐμφυτεύω ὁμοῦ, αἱ... τῶν νεύρων εἰς ἕκαστον μῦν ἐκφύσεις συνεμφυομένην ἔχουσιν ἑκατέρας αὐτῶν ἀπόφυσιν Γαλην. τ. 4, σ. 76.
Greek Monolingual
Α
εμφυτεύω μαζί («τῶν νεύρων εἰς ἕκαστον μῡν ἐκφύσεις συνεμφυομένην ἔχουσιν ἑκατέρας αὐτῶν ἀπόφυσιν», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐμφύω «φυτεύω μέσα σε κάτι»].
Greek Monolingual
Α
εμφυτεύω μαζί («τῶν νεύρων εἰς ἕκαστον μῡν ἐκφύσεις συνεμφυομένην ἔχουσιν ἑκατέρας αὐτῶν ἀπόφυσιν», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐμφύω «φυτεύω μέσα σε κάτι»].