προκαταστρέφω

Revision as of 09:25, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A subdue, overthrow beforehand, J.BJ4.7.3 (Med.).    II (sc. τὸν βίον) die first, Phld.Herc. 1041.8, D.L.2.138: metaph., π. εἰς .. stop short at... Epicur.Sent.25.

German (Pape)

[Seite 729] vorher od. zu früh umwenden, bes. sc. βίον, das Leben zu früh endigen, zu früh sterben, D. L. 2, 138.

Greek (Liddell-Scott)

προκαταστρέφω: καταστρέφω προηγουμένως, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 7, 3. ΙΙ. προκαταστρέφω (δηλ. τὸν βίον), προαποθνήσκω, ὁ μέν τοι Ἀσκληπιάδης προκατέστρεψεν ἐν Ἐρετρίᾳ γηραιὸς ἤδη ὁ αὐτ. 2. 138· ― ἐντεῖθεν προκαταστροφή, ἡ, θάνατος πρότερος τοῦ θανάτου ἄλλων, ὁ αὐτ. 10. 154. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ. 584-586, 630.

Greek Monolingual

Α
1. ανατρέπω, αναποδογυρίζω προηγουμένως
2. καταστρέφω, αφανίζω
3. φρ. α) «προκαταστρέφω τὸν βίον» — πεθαίνω πρόωρα
β) μτφ. «προκαταστρέφω εἴς τι» — σταματώ, διακόπτω εκ τών προτέρων.

Russian (Dvoretsky)

προκαταστρέφω: (sc. βίον) раньше (кого-л.) умирать Diog. L.