Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διαρρώξ

From LSJ
Revision as of 15:25, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαρρώξ Medium diacritics: διαρρώξ Low diacritics: διαρρώξ Capitals: ΔΙΑΡΡΩΞ
Transliteration A: diarrṓx Transliteration B: diarrōx Transliteration C: diarroks Beta Code: diarrw/c

English (LSJ)

ῶγος, ὁ, ἡ, (διαρρήγνυμι)

   A rent asunder, δ. κυμάτων σάλῳ ἀγμός a broken cliff rent asunder by the waves, E.IT262; πέτραι Opp.H.3.212.    II as Subst., rent, of the Straits of Messina, ib. 5.216.

Greek (Liddell-Scott)

διαρρώξ: -ῶγος, ὁ, ἡ, (διαρρήγνυμι) διερρηγμένος, διεσχισμένος, διασχισθείς, δ. κυμάτων… σάλῳ…ἀγμός, βράχος τεθραυσμένος διασχισθεὶς ὑπὸ τῶν κυμάτων, Εὐρ. Ι. Τ. 262. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., τεμάχιον ἀποκοπέν, ἀπορρὼξ Ὀππ. Ἁλ. 5. 216.

French (Bailly abrégé)

ῶγος (ὁ, ἡ)
déchiré ; escarpé.
Étymologie: διαρρήγνυμι.

Spanish (DGE)

-ῶγος
1 excavado διαρρὼξ ... κυμάτων ... σάλῳ ... ἀγμός E.IT 262, πέτραι Opp.H.3.212.
2 subst. ἡ δ. separación, hendidura πορθμοῖο δ. la corriente del estrecho Opp.H.5.216.

Greek Monolingual

διαρρώξ (-ῶγος), ο, η (Α)
1. (για βράχο) σχισμένος, σπασμένος από τα κύματα
2. ως ουσ. κομμάτι βράχου.

Greek Monotonic

διαρρώξ: -ῶγος, ὁ, ἡ (διαρρήγνυμι), αυτός που έχει σχιστεί, που έχει διαμελισθεί, διασπασμένος, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαρρώξ -ῶγος [διαρρήγνυμι] als adj. doorkliefd.

Russian (Dvoretsky)

διαρρώξ: ῶγος adj. разорванный или размытый (δ. κυμάτων σάλῳ ἀγμός Eur.).

Middle Liddell

n διαρρήγνυμι
rent asunder, Eur.

English (Woodhouse)

broken, rent, split in two

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)