θεουργός

From LSJ
Revision as of 16:35, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τὸ μὲν εὖ πράσσειν ἀκόρεστον ἔφυ πᾶσι βροτοῖσιν → all mortals have by nature an insatiable appetite for success, our mortal state with bliss is never satiate, success is something for which humanity is insatiatable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεουργός Medium diacritics: θεουργός Low diacritics: θεουργός Capitals: ΘΕΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: theourgós Transliteration B: theourgos Transliteration C: theourgos Beta Code: qeourgo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A divine worker, of the δημιουργός, Dam.Pr.341.    II performer of sacramental rites, Jul.Or.5.173a, Procl.in Alc.p.150C., Iamb. Myst.3.18.    III as Adj., ἡ θ. ἐνέργεια ib.20.

German (Pape)

[Seite 1198] göttliche Werke, Opfer verrichtend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θεουργός: -όν, ἐργαζόμενος τὰ ἔργα τοῦ θεοῦ, σκεῦος θ., ἐπὶ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, Συλλ. Ἐπιγρ. 8784b. II. ὡς οὐσιαστ., ἱερεύς, Ἰάμβλ. Μυστ. 21, Πολυδ. Α΄, 14.

Greek Monolingual

-ό (AM θεουργός, -όν)
νεοελλ.
αυτός που με μαγικά τεχνάσματα κάνει υπερφυσικές πράξεις
μσν.-αρχ.
αυτός που κάνει θεία έργα («ἡ θεουργός ἐνέργεια»)
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ο θεουργός
ο ιερέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -εργος (< έργον), πρβλ. αγαθο-εργός, συν-εργός].