θαλασσοβραχής
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ές, A soaked in brine, Antyll. ap. Orib.8.12.3.
German (Pape)
[Seite 1182] ές, meerbenetzt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θαλασσοβραχής: -ές, βεβρεγμένος θαλάσσῃ, Ὀρειβ. σ. 123.
Greek Monolingual
θαλασσοβραχής, -ές (Α)
βρεγμένος με θαλασσινό νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -βραχής (< βρέχω, πρβλ. παθ. αόρ. ε-βράχ-ην), πρβλ. ελαιο-βραχής, μυρο-βραχής].