μοιχότροπος

From LSJ
Revision as of 11:10, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοιχότροπος Medium diacritics: μοιχότροπος Low diacritics: μοιχότροπος Capitals: ΜΟΙΧΟΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: moichótropos Transliteration B: moichotropos Transliteration C: moichotropos Beta Code: moixo/tropos

English (LSJ)

ον,

   A of the disposition or manners of an adulterer, Ar. Th.392.

German (Pape)

[Seite 199] von ehebrecherischen Sitten, ehebrecherischem Charakter, Ar. Th. 392.

Greek (Liddell-Scott)

μοιχότροπος: -ον, ὁ ἔχων τοὺς τρόπους ἢ τὴν διάθεσιν μοιχοῦ, Ἀριστοφ. Θεσμ. 392.

Greek Monolingual

μοιχότροπος, -ον (Α)
αυτός που έχει ήθη και συμπεριφορά μοιχού ή διάθεση για μοιχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + τρόπος.

Russian (Dvoretsky)

μοιχότροπος: распутный, развратный Arph.