πατρομύστης
From LSJ
ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one whose father was a μύστης, hereditary μύστης, IGRom.4.1393 (Smyrna).
German (Pape)
[Seite 536] ὁ, ein Ehrenamt bei der asiatischen Musikgesellschaft, pater mystarum Bacchi, Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
πατρομύστης: -ου, ὁ, πατὴρ ἢ πρῶτος τῶν μυστῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 3173Α. 17., 3195.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. αυτός που έχει κληρονομικά την ιδιότητα του μύστη, ο από τον πατέρα του μύστης
2. (κατά δ. ερμ.) ο πατέρας τών μυστών, ο πρώτος τών μυστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + μύστης.