σχετέος

From LSJ
Revision as of 08:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχετέος Medium diacritics: σχετέος Low diacritics: σχετέος Capitals: ΣΧΕΤΕΟΣ
Transliteration A: schetéos Transliteration B: scheteos Transliteration C: scheteos Beta Code: sxete/os

English (LSJ)

α, ον,    A what ought to be stopped, σχετέα δρᾶν, v.l. for σχέτλια, Hp.Mul.2.133.

Greek (Liddell-Scott)

σχετέος: -α, -ον, ὃν πρέπει νὰ σταματήσῃ τις, σχετέα δρῶ, δηλ. φέρομαι ἀπρεπῶς, Ἱππ. 648. 25· ὁ Schneid. εὐλόγως προτείνει σχέτλια.

Greek Monolingual

-α, -ον, Α
1. αυτός ο οποίος πρέπει να αναχαιτιστεί, να συγκρατηθεί
2. (κατ' επέκτ.) απρεπής («σχετέα δρᾱν», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σχε- της μηδενισμένης βαθμίδας του ρ. ἔχω (βλ. λ. σχέση) + κατάλ. -τέος τών ρηματ. επιθ. (πρβλ. απορριπτ-έος). Το ρηματ. επίθ. έχει διατηρήσει την αρχική σημ. της ρίζας του έχω segh- «κρατώ στερεά, νικώ»].