καλοποιός

From LSJ
Revision as of 15:15, 19 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">PMag. Leid.V</b>" to "PMag. Leid.V")

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλοποιός Medium diacritics: καλοποιός Low diacritics: καλοποιός Capitals: ΚΑΛΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: kalopoiós Transliteration B: kalopoios Transliteration C: kalopoios Beta Code: kalopoio/s

English (LSJ)

όν,

   A making beautiful, c. gen., τὸ δίκαιον κ. τῆς ψυχῆς Procl.in Alc. p.327C.; creating beauty, Dam.Pr.33, Cat.Cod.Astr.7.101, PMag. Leid.V.9.3; cf. καλλοποιός.

German (Pape)

[Seite 1313] schön, gut handelnd.

Greek Monolingual

καλοποιός, -όν (Α)
1. αυτός που έχει αγαθοποιό επίδραση
2. αυτός που δημιουργεί κάλλος, ωραιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αγαθο-ποιός, μικρο-ποιός.