κατάκτρια

From LSJ
Revision as of 22:55, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάκτρια Medium diacritics: κατάκτρια Low diacritics: κατάκτρια Capitals: ΚΑΤΑΚΤΡΙΑ
Transliteration A: katáktria Transliteration B: kataktria Transliteration C: kataktria Beta Code: kata/ktria

English (LSJ)

ἡ,    A spinning woman (κατάγω 1.5), Hsch.

German (Pape)

[Seite 1357] ἡ, fem. zu κατάκτης, die Herabführende, von der Spinnerinn, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κατάκτρια: ἡ, γυνὴ ἡ κατάγουσα τὸ νῆμα, ἡ νήθουσα (πρβλ. κατάγω Ι. 4)· ἐπὶ τῆς ἐριουργοῦ, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κατάκτρια, ἡ (Α)
γυναίκα που γνέθει το νήμα, που στρίβει το αδράχτι και κατεβάζει την κλωστή προς τα κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατάγ-ω με σημ. «κλώθω»].