λευκίσκος
From LSJ
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
English (LSJ)
ὁ, a fish, A white mullet, Hices. ap. Ath.7.306e, Gal.6.713.
German (Pape)
[Seite 33] ὁ, eine Fischart, Weißfisch, Hices. bei Ath. VII, 306 e.
Greek (Liddell-Scott)
λευκίσκος: ὁ, ἰχθύς τις ἐκ τοῦ γένους τῶν κεφάλων, Ἱκέσ. παρ’ Ἀθην. 306Ε.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
able, poisson.
Étymologie: λευκός.
Greek Monolingual
ο (Α λευκίσκος) λεύκος
γένος τελεόστεων οστεϊχθύων που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια cyprinidae.