μελισσοφάγος

From LSJ
Revision as of 12:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελισσοφάγος Medium diacritics: μελισσοφάγος Low diacritics: μελισσοφάγος Capitals: ΜΕΛΙΣΣΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: melissophágos Transliteration B: melissophagos Transliteration C: melissofagos Beta Code: melissofa/gos

English (LSJ)

[φᾰ], ον,    A eating bees, Eust.179.6.

German (Pape)

[Seite 124] Bienen fressend, Eust. 179, 7.

Greek (Liddell-Scott)

μελισσοφάγος: -ον, ὁ τρώγων μελίσσας, ὄρνιθες Εὐστ. 179. 6.

Greek Monolingual

-ο (Μ μελισσοφάγος, -ον)
(για ζώα και πτηνά) αυτός που τρώει μέλισσες («μελισσοφάγοι ὄρνιθες», Ευστ.)
νεοελλ.
ζωολ. γενική κοινή ονομασία τών 24 περίπου ειδών κορακιόμορφων πτηνών της οικογένειας meropidae και ειδικότερα του είδους Merops apiaster.