μυοθηρεύω
From LSJ
ἄμμες δὲ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες → and we shall be better by far | we shall be sometime mightier men by far than both | sometime we shall become much better than you | so we shall be, and braver far
English (LSJ)
A catch mice, ib.3.
Greek Monolingual
μυοθηρεύω (Α)
κυνηγώ ποντίκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυοθήρας, αντί του ορθού μυοθηρῶ, αφού πρόκειται για παρασύνθεση του ρ.].