ξηρίον

From LSJ
Revision as of 13:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξηρίον Medium diacritics: ξηρίον Low diacritics: ξηρίον Capitals: ΞΗΡΙΟΝ
Transliteration A: xēríon Transliteration B: xērion Transliteration C: ksirion Beta Code: chri/on

English (LSJ)

τό,    A desiccative powder for putting on wounds, POxy.1142.7 (iii A.D.), Aët.6.65,al., Alex.Trall.1.15 ; κριθαὶ ξηρίον ἐπιπασσόμεναι τοῖς ἕλκεσι Alex.Aphr.Pr.1.150.

Greek Monolingual

το (ΑΜ ξηρίον και ξήριον) ξηρός
νεοελλ.
λόγια ονομασία ποσότητας κονιοποιημένου φαρμάκου, κν. σκονάκι
αρχ.
αποξηραντική σκόνη, η οποία επιπασσόταν πάνω σε τραύματα ή πληγές.