πονηρόφθαλμος

From LSJ
Revision as of 18:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πονηρόφθαλμος Medium diacritics: πονηρόφθαλμος Low diacritics: πονηρόφθαλμος Capitals: ΠΟΝΗΡΟΦΘΑΛΜΟΣ
Transliteration A: ponēróphthalmos Transliteration B: ponērophthalmos Transliteration C: ponirofthalmos Beta Code: ponhro/fqalmos

English (LSJ)

ον,    A with evil (i.e. envious) eye, Al.Pr.23.6.

German (Pape)

[Seite 680] mit bösen Augen, = βάσκανος, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

πονηρόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων ὀφθαλμὸν πονηρόν, δηλ. βάσκανον, μνημονεύεται ἐκ τῶν Παροιμ. Σολομ. ΙΓ΄, 6, ἐν τῇ Παλ. Διαθ., ἔνθα νῦν, ἀνδρὶ βασκάνῳ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πονηρό, βάσκανο μάτι, αυτός που το βλέμμα του ματιάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πονηρός + -όφθαλμος (< ὀφθαλμός), πρβλ. φοβερ-όφθαλμος].