πονηρόφθαλμος
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
πονηρόφθαλμον, with evil (i.e. envious) eye, Al.Pr.23.6.
German (Pape)
[Seite 680] mit bösen Augen, = βάσκανος, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
πονηρόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων ὀφθαλμὸν πονηρόν, δηλ. βάσκανον, μνημονεύεται ἐκ τῶν Παροιμ. Σολομ. ΙΓ΄, 6, ἐν τῇ Παλ. Διαθ., ἔνθα νῦν, ἀνδρὶ βασκάνῳ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πονηρό, βάσκανο μάτι, αυτός που το βλέμμα του ματιάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πονηρός + -όφθαλμος (< ὀφθαλμός), πρβλ. φοβερόφθαλμος].