τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it
Full diacritics: προαναξέω | Medium diacritics: προαναξέω | Low diacritics: προαναξέω | Capitals: ΠΡΟΑΝΑΞΕΩ |
Transliteration A: proanaxéō | Transliteration B: proanaxeō | Transliteration C: proanakseo | Beta Code: proanace/w |
A scrape first, Crito ap. Gal.13.794.
Α
ξύνω κάτι για πρώτη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀναξέω «ξύνω καλά, κάνω κάτι λείο»].