κραταιβάτης
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
[βᾰ], ου, Dor. -τᾱς, α, ὁ, A striding in might, epith. of Zeus, IG4.669 (Nauplia).
Greek Monolingual
κραταιβάτης, -ου, δωρ. τ. κραταιβάτας, ὁ (Α)
επιγρ. (ως επίθ. του Διός) αυτός που προχωρεί με ισχυρά βήματα, που βαδίζει δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραται- (< κράτος) + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ορει-βάτης, σχοινο-βάτης.