παρασύνθετος

From LSJ
Revision as of 15:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρασύνθετος Medium diacritics: παρασύνθετος Low diacritics: παρασύνθετος Capitals: ΠΑΡΑΣΥΝΘΕΤΟΣ
Transliteration A: parasýnthetos Transliteration B: parasynthetos Transliteration C: parasynthetos Beta Code: parasu/nqetos

English (LSJ)

ον,    A formed from a compound, A.D.Synt.330.5, EM131.42, 155.56, 493.18. Adv. -τως An.Ox.3.182.

German (Pape)

[Seite 501] bes. τὰ παρασύνθετα, Wörter, die von zusammengesetzten abgeleitet od. gebildet sind, Gramm., auch adv.

Greek (Liddell-Scott)

παρασύνθετος: -ον, ὁ ἀπὸ συνθέτου παραγόμενος, Ἀπολλ. π. Συντάξ. 324, Ἐτυμολ. Μέγ. 131. 42., 155, έν τέλ. 493. 18· ἀλλὰ παρασύνθεσις ἑρμηνεύεται ὑπὸ τοῦ Φαβωρ. ἐν λ. πρόθεσις ὡς σημαῖνον σύνθεσις προθέσεως μετὰ ῥήματος ἀρχομένου ἀπὸ φωνήεντος, ὡς κάθημαι.

Greek Monolingual

-η, -ο / παρασύνθετος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που παράγεται, που σχηματίζεται από σύνθετη λέξη («το ρ. αποστατώ είναι παρασύνθετο, επειδή παράγεται από τη σύνθετη λέξη αποστάτης»)
νεοελλ.
1. αυτός που παράγεται από δύο ή περισσότερες λέξεις που συνεκφέρονται, π.χ. Αρεοπαγίτης < Άρειος Πάγος, Αγιοταφίτης < Άγιος Τάφος
2. (το ουδ. πληθ.) τα παρασύνθετα
οι παρασύνθετες λέξεις.

Russian (Dvoretsky)

παρασύνθετος: грам. произведенный от составного слова.