πετρόβλητος
From LSJ
Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art
English (LSJ)
ον,
A pelted with stones, Phot. II affected by the stone, νεφροί Id.
German (Pape)
[Seite 606] mit Steinen geworfen, getroffen, Sp.; νεφροί, am Steine leidend, Phot.
Greek (Liddell-Scott)
πετρόβλητος: -ον, ὁ ὑπὸ πέτρας τιτρωσκόμενος, Φώτ. ΙΙ. ἐπὶ νεφρῶν, ὁ πάσχων ἐκ λιθιάσεως, αὐτόθι.
Greek Monolingual
-ον, Μ
1. αυτός που έχει χτυπηθεί από ρίξιμο πέτρας
2. (για νεφρό) αυτός που έχει προσβληθεί από λιθίαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + -βλητος (< βάλλω), πρβλ. λιθό-βλητος].