πυροεργής
From LSJ
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
English (LSJ)
ές, A working at the fire, Man.1.78.
German (Pape)
[Seite 823] ές, in oder am Feuer arbeitend, ἄνδρες, Feuerarbeiter, Maneth. 1, 78.
Greek (Liddell-Scott)
πῠροεργής: -ές, (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος διὰ τοῦ πυρός, Μανέθων 1. 78.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που εργάζεται στη φωτιά ή αυτός που εργάζεται με τη βοήθεια της φωτιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + -εργής (< ἔργον), πρβλ. λιθο-εργής].