σκοτόδειπνος
From LSJ
μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs
English (LSJ)
ον, A eating in the dark, Hsch. s.v. ζοφοδερκίας.
German (Pape)
[Seite 905] im Dunkeln essend, VLL., Erkl. von ζοφοδορπίας.
Greek (Liddell-Scott)
σκοτόδειπνος: -ον, ὁ ἐσθίων ἐν τῷ σκότει, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ζοφοδερκέας.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που τρώει στο σκοτάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + -δείπνος (< δεῖπνον / δεῖπνος), πρβλ. δωρό-δειπνος].