συνεκφύομαι

From LSJ
Revision as of 15:20, 2 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bld">A</span> [[to be" to "<span class="bld">A</span> to [[be")

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκφύομαι Medium diacritics: συνεκφύομαι Low diacritics: συνεκφύομαι Capitals: ΣΥΝΕΚΦΥΟΜΑΙ
Transliteration A: synekphýomai Transliteration B: synekphyomai Transliteration C: synekfyomai Beta Code: sunekfu/omai

English (LSJ)

Pass. with aor. 2 Act.,

   A to be born together, Philostr.Im.2.27; have its origin with, Gal.18(2).941, Ruf.Anat. 38.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκφύομαι: Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ., ἐκφύομαι, γεννῶμαι ὁμοῦ, Φιλόστρ. 852.

Greek Monolingual

Α
1. γεννιέμαι μαζί («τὰ ὅπλα συνεκφῡναι οἱ», Φιλόστρ.)
2. έχω την ίδια καταγωγή με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκφύομαι «φυτρώνω, γεννιέμαι»].

Greek Monolingual

Α
1. γεννιέμαι μαζί («τὰ ὅπλα συνεκφῡναι οἱ», Φιλόστρ.)
2. έχω την ίδια καταγωγή με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκφύομαι «φυτρώνω, γεννιέμαι»].