συναναζέω

From LSJ
Revision as of 23:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναναζέω Medium diacritics: συναναζέω Low diacritics: συναναζέω Capitals: ΣΥΝΑΝΑΖΕΩ
Transliteration A: synanazéō Transliteration B: synanazeō Transliteration C: synanazeo Beta Code: sunanaze/w

English (LSJ)

   A make to boil together, τινι Dsc.1.30, Hippiatr.34, Aët.9.31: intr., Dsc.1.55.

German (Pape)

[Seite 999] (s. ζέΕω), mit oder zugleich aufkochen, aufsieden lassen, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

συναναζέω: ἀναζέω τι ὁμοῦ, κάμνω τι νὰ βράσῃ ὁμοῦ, Διοσκ. 1. 33· ἀμεταβ., αὐτόθι 65.

Greek Monolingual

Α
1. (μτβ.) βράζω κάτι μαζί με κάτι άλλο
2. (αμτβ.) βράζω μαζί με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀναζέω «βράζω»].

Greek Monolingual

Α
1. (μτβ.) βράζω κάτι μαζί με κάτι άλλο
2. (αμτβ.) βράζω μαζί με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀναζέω «βράζω»].