ἀραχνιόω
Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau
English (LSJ)
A spin a cobweb, Arist.HA605b10:—Pass., to be covered with cobwebs, ib. 625a8:—Act. in same sense, Nonn.D.38.14. II form a venous network over, ἡ φλὲψ ἠραχνίωκε τοῦ σπληνὸς ἐναίμοισι φλεβίοισι Hp. Oss.18.
Greek (Liddell-Scott)
ἀραχνιόω: μέλλ. -ώσω, ὑφαίνω ἱστὸν ἀράχνης πέριξ τινός, περιβάλλω δ’ ἀράχνης, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 27, 2: - Παθ., πληροῦμαι ὑπὸ ἱστῶν ἀράχνης, «ἀραχνιάζω», αὐτόθι 9. 40, 23. ΙΙ. σχηματίζω εἶδός τι ἀραχνείου ἱστοῦ, ἠραχνίωκε τοῦ σπληνὸς φλεβίοις Ἱππ. 280. 9.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
1 formar una especie de telaraña de ramificaciones venosas, Hp.Oss.18, de ciertos parásitos de las colmenas, Arist.HA 605b10.
2 cubrirse de una (especie de) telaraña ἀραχνιόωσα βοείη Nonn.D.38.14
•en v. med. τὰ κηρία por obra de parásitos, Arist.HA 625a8.
Russian (Dvoretsky)
ἀραχνιόω: покрывать паутиной (τι Arst.).