ὁλοσίδηρος

From LSJ
Revision as of 15:19, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλοσίδηρος Medium diacritics: ὁλοσίδηρος Low diacritics: ολοσίδηρος Capitals: ΟΛΟΣΙΔΗΡΟΣ
Transliteration A: holosídēros Transliteration B: holosidēros Transliteration C: olosidiros Beta Code: o(losi/dhros

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A all iron, μάχαιρα IG22.1481 (iv B. C.), cf. Antiph.216, IG11(2).145.37 (Delos, iv B. C.), Plu.Cam.40 ; ὁλοσίδηροι, οἱ, soldiers wearing coats of mail, = Lat. clibanarii, Lyd.Mag.1.46.

German (Pape)

[Seite 327] ganz von Eisen, Antiphan. bei Poll. 10, 176.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλοσίδηρος: [ῐ], -ον, ὅλος ἐκ σιδήρου, Ἀντιφῶν ἐν «Φιλίσκ.» 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout en fer.
Étymologie: ὅλος, σίδηρος.

Spanish

hecho todo de hierro

Greek Monolingual

ὁλοσίδηρος, -ον (Α)
1. ο κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από σίδηρο
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὁλοσίδηροι
στρατιώτες που φορούσαν σιδερένια πανοπλία.

Russian (Dvoretsky)

ὁλοσίδηρος: (ῐ) целиком сделанный из железа, весь железный (παλτόν Plut.).