κυματίζομαι
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
Pass., A to be agitated by the waves, Arist.HA622a18; toss about like waves, ἐν τῇ κοιλίᾳ κ. τὰ σιτία Gal.19.717; of the pulse, Id.8.482, 9.180. (Act. only late, Sch.E.Ph.1105.)
Greek (Liddell-Scott)
κυμᾰτίζομαι: Παθ., προσβάλλομαι ὑπὸ τῶν κυμάτων, οὔτε κυματιζόμεναι αἰσθάνονται (αἱ θήλειαι τῶν πολυπόδων) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 24· κυμαίνομαι, συνταράσσομαι ὡς τὰ κύματα, ἐν τῇ κοιλίᾳ κ τὰ σιτία Γαλην. 19. 717.
Russian (Dvoretsky)
κῡμᾰτίζομαι: быть приводимым в волнение Arst.