πρωτόκοσμος

From LSJ
Revision as of 12:38, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτόκοσμος Medium diacritics: πρωτόκοσμος Low diacritics: πρωτόκοσμος Capitals: ΠΡΩΤΟΚΟΣΜΟΣ
Transliteration A: prōtókosmos Transliteration B: prōtokosmos Transliteration C: protokosmos Beta Code: prwto/kosmos

English (LSJ)

ὁ, in Crete,

   A president of κόσμοι, SIG524.3 (iii B.C.), Historia 5.226, etc.

German (Pape)

[Seite 805] ὁ, der erste Ordner, eine Obrigkeit in Kreta, Inscr.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόκοσμος: ὁ, ὁ πρῶτος κόσμος, ἄρχων τις ἐν Κρήτῃ, ἴδε κόσμος ΙΙΙ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(στην Κρήτη) ο πρόεδρος του συλλόγου τών κόσμων, δηλαδή τών δέκα ανώτατων ενιαύσιων αρχόντων τών δωρικών πολιτευμάτων, αντίστοιχος προς τον επώνυμο άρχοντα τών Αθηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + κόσμος «οι δέκα ανώτατοι άρχοντες τών δωρικών πολιτευμάτων στην Κρήτη»].