συναποκρύπτω

From LSJ
Revision as of 14:44, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναποκρύπτω Medium diacritics: συναποκρύπτω Low diacritics: συναποκρύπτω Capitals: ΣΥΝΑΠΟΚΡΥΠΤΩ
Transliteration A: synapokrýptō Transliteration B: synapokryptō Transliteration C: synapokrypto Beta Code: sunapokru/ptw

English (LSJ)

   A join in concealing, Ael.NA7.25; conceal together, LXXEp.Je.48, Lib.Descr.13.4, etc.

Greek (Liddell-Scott)

συναποκρύπτω: ἀποκρύπτω ὁμοῦ, τὸ δὲ στέρνον Ἀνταίῳ συναποκρύπτεται Λιβάν. τ. 4, σ. 1082, 20, κλπ.

Greek Monolingual

Α
1. (το μέσ.) συναποκρύβομαι
κρύβομαι μαζί με άλλον («ποῡ συναποκρυβῶσι μετ' αὐτῶν», ΠΔ)
2. βοηθώ σε απόκρυψη.

Greek Monolingual

Α
1. (το μέσ.) συναποκρύβομαι
κρύβομαι μαζί με άλλον («ποῡ συναποκρυβῶσι μετ' αὐτῶν», ΠΔ)
2. βοηθώ σε απόκρυψη.