ταγά

From LSJ
Revision as of 19:50, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾱγά Medium diacritics: ταγά Low diacritics: ταγά Capitals: ΤΑΓΑ
Transliteration A: tagá Transliteration B: taga Transliteration C: taga Beta Code: taga/

English (LSJ)

,

   A time during which a τᾱγός holds office, i.e. war-time, opp. ἀταγία, SIG55 (Thessaly, v B.C.).

Greek Monolingual

ἁ, Α
1. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ασκεί την εξουσία ο ταγός
2. συνεκδ. καιρός πολέμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. ταγός. Η λ. με τη σημ. «εποχή πολέμου» έχει προέλθει από τη λ. ταγή με τη στρατιωτική της σημ. «πρώτη γραμμή της μάχης» και αποτελεί το αντίθετο του τ. ἀταγία].

Russian (Dvoretsky)

τᾱγά: ἁ дор. Arph. = ταγή.