πεντάμορφος

From LSJ
Revision as of 16:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → the critical moment will turn out to be the teacher of many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντάμορφος Medium diacritics: πεντάμορφος Low diacritics: πεντάμορφος Capitals: ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: pentámorphos Transliteration B: pentamorphos Transliteration C: pentamorfos Beta Code: penta/morfos

English (LSJ)

ον,    A having five shapes, of evil, Simp. in Epict.pp.71,72 D.

German (Pape)

[Seite 557] fünfgestaltig, Simpl. zu Epict.

Greek (Liddell-Scott)

πεντάμορφος: ἴδε ἐν λ. πεντεμ-.

Greek Monolingual

-η, -ο / πεντάμορφος και πεντέμορφος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει πέντε μορφές ή πέντε σχήματα
νεοελλ.
1. πολύ όμορφος, πανέμορφος
2. το θηλ. ως ουσ. η Πεντάμορφη
(λαογρ.) τύπος νέας κόρης με εκθαμβωτική ομορφιά, που είναι η αγαπημένη ηρωίδα πολλών λαϊκών παραμυθιών και ποιημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- / πεντε- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό-μορφος. Ο νεοελλ. τ. πεντάμορφος «πάρα πολύ όμορφος» < επιτατ. πεντα- + όμορφος].