πλημνόδετον
From LSJ
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
English (LSJ)
τό,
A hoop to secure the spokes in the nave, Poll.1.145.
German (Pape)
[Seite 634] τό, das Band, mit dem die Speichen auf der Nabe, πλήμνη, befestigt sind, Poll. 1, 145.
Greek (Liddell-Scott)
πλημνόδετον: τό, δεσμὸς δι’ οὗ αἱ ἀκτῖνες τοῦ τροχοῦ συνεκρατοῦντο ἐν τῇ πλήμνῃ, Πολυδ. Α΄, 145.